- γουβίτσα
- η1) ямка, лунка; 2) ямочка (на щеках)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γουβίτσα — η 1. μικρή γούβα 2. παιχνίδι, κατά το οποίο ρίχνουν από απόσταση βώλους σε μικρό λάκκο τής γης και κερδίζει όποιος ρίξει τους περισσότερους … Dictionary of Greek